σάπιος, -ια, -ιο — 1. σαπισμένος: Μας πούλησε σάπια φρούτα. – Σάπιο δόντι. 2. αυτός που δεν είναι στέρεος, φθαρμένος: Έβαλε σάπια ξύλα στη στέγη. – Σάπιος οργανισμός. 3. διεφθαρμένος: Σάπια κοινωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύσαθρος — ον, Α εξαιρετικά σαθρός, πολύ σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαθρός «σάπιος»] … Dictionary of Greek
γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… … Dictionary of Greek
ειδεχθής — ές (Α εἰδεχθής, ές) ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα») αρχ. σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + εχθής < έχθος] … Dictionary of Greek
ενυπόσαπρος — ἐνυπόσαπρος, ον (Α) ο εν μέρει σαπρός, που σε μερικά μέρη είναι σάπιος … Dictionary of Greek
επίσαπρος — ἐπίσαπρος, ον (Α) [σαπρός] ο σάπιος στην επιφάνεια … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μουχλιάζω — (Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα] 1. καλύπτομαι από μούχλα 2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό») νεοελλ. 1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής… … Dictionary of Greek
περισήπομαι — Α σαπίζω από παντού, σαπίζω ολόγυρα, είμαι σάπιος εντελώς («ἐπὴν περισαπῇ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek